χαύνωση — η / χαύνωσις, ώσεως, ΝΜΑ [χαυνῶ, ώνω] νεοελλ. η κατάσταση τού χαύνου, πνευματική νωθρότητα ή σωματική ατονία, αποχαύνωση μσν. 1. κενό διάστημα 2. (για ώριμα φρούτα) η κατάσταση τού μαλακού αρχ. 1. πλαδαρότητα 2. μτφ. α) ψυχική χαλάρωση,… … Dictionary of Greek
χαυνώσῃ — χαυνώσηι , χαύνωσις making slack fem dat sg (epic) χαυνόω make flaccid aor subj mid 2nd sg χαυνόω make flaccid aor subj act 3rd sg χαυνόω make flaccid fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάχυση — Η έκχυση, η διασκόρπιση αλλά και η φθορά· η χαλάρωση ή η εύθυμη εκδήλωση. (Ιατρ.) Τεχνική για την αφαίρεση ουσιών από το αίμα με χρήση μιας μεμβράνης, μέσω της οποίας διέρχονται οι διάφορες ουσίες με διαφορετικούς ρυθμούς. Η διαδικασία… … Dictionary of Greek
μέθεσις — μέθεσις, εως, ἡ (Α) ύφεση, χαλάρωση, χαύνωση [«καὶ μεθέσεως ψυχῆς αἰτία γίγνεται (ενν. ἡ μέθη)]», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μέθ εσις < μεθ ίημι] … Dictionary of Greek
μώρωσις — μώρωσις, ἡ (Α) [μωρούμαι] 1. αμβλύτητα τών αισθήσεων και τής διάνοιας, άνοια, χαύνωση, ξεμώραμα, παραφροσύνη … Dictionary of Greek
ξεμουχλιάζω — 1. καθαρίζω αντικείμενο από τη μούχλα, αφαιρώ τη μούχλα από κάτι ή από κάπου 2. απαλλάσσομαι από τη μούχλα 3. μτφ. (για πρόσ.) ανακτώ τη χαμένη μου ζωντάνια, αποδιώχνω τη χαύνωση, αναζωογονούμαι («είπα να βγω λίγο έξω να ξεμουχλιάσω») … Dictionary of Greek
παραλύω — ΝΜΑ, και παραλώ Ν 1. επιφέρω αδυναμία, προκαλώ εξασθένηση και χαύνωση, εξαντλώ (α. «η πείνα μέ έχει παραλύσει» β. «κἄν ἐπιμείνῃ τις, παρέλυσεν, ἐλωβήσατο», Πλάτ.) 2. (το ενεργ. και το παθ.) χάνω τη δύναμη μου, εξασθενώ (α. «ταράττεται η ψυχή μας … Dictionary of Greek
πλαδαρότητα — η / πλαδαρότης, ητος, ΝΑ [πλαδαρός] (ιδίως για τα σαρκώδη μέλη τού σώματος) η ιδιότητα τού πλαδαρού, χαλαρότητα, χαύνωση, ατονία … Dictionary of Greek
χαυνωτικός — ή, ό / χαυνωτικός, ή, όν, ΝΑ [χαυνῶ, ώνω] νεοελλ. αυτός που προξενεί χαύνωση αρχ. αυτός που επιφέρει πλαδαρότητα. επίρρ... χαυνωτικά και λόγιος τ. χαυνωτικώς Ν με χαυνωτικό τρόπο … Dictionary of Greek
χαυνώνω — χαυνῶ, όω, ΝΜΑ [χαῡνος] νεοελλ. (μτβ.) επιφέρω χαύνωση, προξενώ πνευματική ή σωματική νωθρότητα («η τηλεόραση τόν χαυνώνει») μσν. 1. μτφ. εξασθενίζω κάτι («εἰρήνη χαυνοῑ τὴν πολιτείαν», Ιω. Λυδ.) 2. παθ. χαυνοῡμαι, όομαι γίνομαι μαλακός («ἡ γῆ… … Dictionary of Greek